- προέλευση
- η / προέλευσις, -εύσεως, ΝΜΑη καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ.γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)νεοελλ.τόπος, αρχή, αφετηρία από όπου ξεκινά ή προέρχεται κανείς ή κάτι (α. «η προέλευση τών εμπορευμάτων» β. «η αεροπορική πτήση με προέλευση το Παρίσι ματαιώθηκε...»)μσν.1. δημόσια εμφάνιση, το να κυκλοφορεί κανείς στους δρόμους2. δημόσια εμφάνιση, ενδυμασία3. λειτουργική πομπή («τῆς προελεύσεως καὶ τῆς ἐν τῷ θείω θυσιαστηρίῳ θείας εἰσόδου», Γρηγέντ.)4. προαγωγή («ἡ εἰς τὴν προεδρίαν προέλευσις», Ιωανν. Μόσχ.)5. το να έλθει κάποιος πριν από κάποιον άλλο («προέλευσις ἣν προελήλυθεν... Χριστοῡ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», Ιουστίν.)μσν.-αρχ.η προς τα εμπρός κίνηση, το να προχωρεί κανείς, να πηγαίνει μπροστά («ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι ἐκ τοῡ παλατίου», Ιωάνν. Τζέτζ.)αρχ.1. κατά σειρά εμφάνιση2. ταραχή, ταλαιπωρία («παραμύθον τῆς προελεύσεώς μου», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. μετ-έλευσις, παρ-έλευσις)].
Dictionary of Greek. 2013.